ἐπίουρα

ἐπίουρα
ἐπίουρα: see οὖρον.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επίουρα — ἐπίουρα, τά (Μ) (κατά τον Ευστάθιο) «τὰ ὁρμήματα, ὡς ἀπὸ τοῡ ὀρούειν, ἢ τὰ μεταξὺ διαστήματα, ὡς ἀπὸ τοῦ ὅρος ό περιορισμός», δηλ. τα σημεία από όπου εξορμά κανείς ή τα μεσοδιαστήματα που παρεμβάλλονται μεταξύ δύο αντικειμένων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”